|
Δημοτικό Τραγούδι - Κείμενο |
Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου
"Ό Χάρος των νεωτέρων Ελλήνων επιφαίνεται ως αντιπρόσωπος του θανάτου και του άδου καθόλου, αποσπών ιδίαις χερσϊ την ψυχήν των κατακυρωθέντων εις αυτόν ανθρώπων και φέρων ταυτην εις το υπό την γήν βασίλειον αυτού. Είναι αυτός ο θάνατος, η προσωποποιία του αμεταβλήτου φυσικού νόμου, εις ον υπόκεινται πάντες οι επί της γης ζώντες."
(BERNHARD SHMIDT)
207
Κάτου 'ς τα Τάρταρα της γης, τα κρυοπαγωμένα,
μοιρολογούν οι λυγεραίς και κλαιν τα παλληκάρια.
"Τάχα να στέκη ο ουρανός, να στέκει ο Απάνου κόσμος,
να στέκουν τα χοροστασιά, σαν που ήτανε και πάντα,
να λειτουργειώνται οι εκκλησιαίς, να ψέλνουν οι παπάδες;"
208
Τώρα 'ς τον αποχωρισμό τρεις ποταμούς διαβαίνω,
ο ένας χωρίζει αντρόγενα, κι' ο άλλος χωρίζει αδέρφια,
κι' ο τρίτος ο φαρμακερός τη μάνν' απ' τα παιδιά της.
209
Για πες μου, τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δε βαρούνε,
ευτού συδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κ' οι νιοι ξαρμάτωτοι, κ' οι νιαις ξεστολισμέναις,
και των μαννάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα.
210
[Ο Αντρειόβλαχος, η ως αι άλλαι παραλλαγαί τον λέγουν, ο Τάταρης, είναι ο Χάρος, διότι το τραγούδι είναι αλληγορικόν, αναφερόμενον εις καλλίτεκνον μητέρα, την οποίαν ο θάνατος εστέρησεν όλα τα τέκνα της.]
Άσπρε σταυραϊτέ, πανώρια γερακίνα,
τι είδες, τι άκουσες εκεϊ ψηλά που τρέχεις;
-Θάλασσαις πικραίς, καράβια βουρκωμένα,
κάτου 'ς το Μοριά, κάτου 'ς το περιγιάλι,
σέρνει ο Αντρειόβλαχος εννιά αδερφούς δεμένους
σε μιαν άλυσο, σε μια μακρειά αλυσίδα.
Πάει κ' η μάννα τους, κοντά περικαλιώντα.
"Φέντη Αντρειόβλαχε, αφέντη των παιδιών μου,
χάρισε κ' εμέ κανέν' απ' τα παιδιά μου,
το μικρότερο, το μεγαλύτερο μου,
ή τον Κωσταντή, που ειν' αρρεβωνιασμένος."
Σκούζει το μικρό και λέει το μεγάλο.
"Τάχ'το, η μάννα μου, πως ήσουνα μηλίτσα,
άνθισες μικρή και κάρπισες μεγάλη,
φύσηξε βοριάς, σ' τα τίνιαξε τα μήλα."
211
Καλότυχα είναι τα βουνά, καλότυχοι ειν' οι κάμποι,
που Χάρο δεν ακαρτεροΰν, φονιά δεν περιμένουν,
μόν' περιμένουν άνοιξη, τόμορφο καλοκαίρι,
να πρασινίσουν τα βουνά, να λουλουδούν οι κάμποι.
212
[Μοιρολόγι εις νέον αποθανόντα την άνοιξιν. Τούτο λέγεται ότι τραγούδησε και ο Διάκος απαγόμενος εις τον τόπον της καταδίκης του.]
Για ιδές καιρόν που διάλεξε ο Χάρος να σε πάρη,
τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι.
213
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟ
Ο Χάρος έκατσε ψηλά και τραγουδεί πανώρια,
λέει τραγούδια τση χαράς και περισσοκαυκάται.
"Για ιδέ σπίθιαν τα ρήμαξα κι' αυλαίς αράχνιασά τσοι,
και αδέρφια που ξεχώρισα, πού σαν αγαπημένα,
κ' οι στράταις καμαρώναν τα κι' ο κόσμος έτρεμέν τα.
Χώρισα μάνναις 'πο παιδιά, παιδιά 'πού τσοι μαννάδες,
εχώρισα κι' αντρόϋνα που σαν αγαπημένα."
214
ΤΟΥ ΛΕΒΕΝΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
[Την επιθανάτιον άγωνίαν φαντάζεται ο ελληνικός λαός ως πάλην του θνήσκοντος προς τον Χάρον, εξ ου και αι φράσεις παλεύει με το Χάρο, χαροπαλεύει, είναι 'ς το χαροπάλεμα επί του ψυχορραγούντος. Παραπλήσιαι φράσεις φέρονται και εις άλλας ευρωπαϊκάς γλώσσας, αλλ' ενώ εν ταύταις έχουν απλώς τροπικήν σημασίαν, εν τη ελληνική διατηρείται οπωςδήποτε και η μυθολογική παράστασις, συνυπονοουμένης αληθούς σωματικής πάλης. Η έκβασις του τοιούτου αγώνος δεν είναι αμφίβολος. Εν τη πάλη προς τον δαίμονα του θανάτου υποκύπτει μοιραίος και ο ανδρειότατος των θνητών. Ούτω καταπαλαισθεϊς υπό του Χάρου απέθανε και ο Διγενής, το δε περί τούτου άσμα είναι το πρότυπον προς το οποίον προσηρμόσθησαν τα λοιπά περί της πάλης άλλων ανθρώπων προς τον Χάρον.]
Λεβέντης ερροβόλαγε από τα κορφοβούνια,
με το μαντήλι 'ς το λαιμό, το βαροκεντημένο.
Είχε το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα,
κ' έστριφτε το μουστάκι του και ψιλοτραγουδοϋσε.
Κι' ό Χάρος τον αγνάντεψε από ψήλη ραχούλα,
καρτέρι πάει και τόβαλε 'ς ένα στενό σοκάκι.
'Γεια σου, χαρά σου, Χάροντα. - Καλό 'ς το το λεβέντη.
Λεβέντη μ', πούθεν έρχεσαι, λεβέντη μ', πού πηγαίνεις;
-Από τη μάντρα μου έρχομαι, 'ς το σπίτι μου πηγαίνω.
Πάου να πάρω το ψωμί και πίσω να γυρίσω.
-Λεβέντη μ', μ' έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
-Χωρίς ανάγκη κι' αρρωστιά ψυχή δεν παραδίνω.
Μον' έβγα να παλέψουμε σε μαρμαρένιο αλώνι,
κι' α με νικήσης, Χάροντα, να πάρης την ψυχή μου,
κι' α σε νικήσω πάλι εγώ, πήγαινε 'ς το καλό σου."
Πιαστήκαν και παλεύανε απ' το πουρνό ως το βράδυ,
κ' εκεί 'ς το γύρισμα του ηλιού που τρέμ' να βασιλέψη
ακούν το νιο που βόγγυξε και βαριαναστενάζει.
"Άσε με, Χάρε μ', άσε με παρακαλώ να ζήσω,
τι έχω τα πρόβατα άκουρα και το τυρί 'ς το ζύγι,
τι έχω γυναίκα παρανιά και χήρα δεν της πρέπει,
τι έχω παιδί κ' είναι μικρό κι' ορφάνια δεν του μοιάζει.
-Τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγειέται,
και ταρφανό πορεύεται κ' η χήρα κυβερνειέται."
215
ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΙΟΥ
Τρώτε και πίνετ', άρχοντες, κ' εγώ να σας δηγούμαι,
κ' εγώ να σάσε δηγηθώ για έναν αντρωμένο,
για ένα νιον, τον είδα γω 'ς τσοί κάμπους κ'εκυνήγα,
κυνήγα κ' ελαγώνευγεν ο νιος κι' αγριμολόγα.
'Σ το γλάκιο πιάνει ο νιος λαγό, 'ς τον πήδο πιάνει αγρίμι,
την πέρδικα την πλουμιστή οπίσω την αφήνει.
Μα ο Χάροντας επέρασε κ' ήτονε μανισμένος.
Έβγαλε, νιε, τα ρούχα σου και θέσε τάρματά σου,
δέσε τα χέρια σου σταυρό, να πάρω τη ψυχή σου.
-Δε βγάνω γω τα ρούχα μου, δε θέτω τάρματά μου,
μηδέ τα χέρια μου σταυρό, να πάρης τη ψυχή μου.
Μ' άντρας εσύ, άντρας κ' εγώ, κ' οι δυο καλ' αντρωμένοι,
κι' άιντε να πα απαλαίψωμε 'ς το σιδερόν αλώνι,
να μη ραΐσουν τα βουνά και να χαλάση η χώρα."
Και πάνε κι' απαλεύγανε 'ς το σιδερόν αλώνι.
Κ' εννιά φοραίς τον έβαλεν ο νιος το Χάρο κάτω.
Μ' απάνω εις τς εννιά φοραίς του Χάρο βαροφάνη.
Πιάνει το νιο 'που τα μαλλιά, χάμαις τον γονατίζει.
Άφις με, Χάρο, τα μαλλιά και πιάσ' μ' απού τη μέση,
και τοτεσάς σου δείχνω γω πώς ειν' τα παλληκάρια.
-Αποκειδά τα πιάνω γω ούλα τα παλληκάρια,
πιάνω κοπέλλαις όμορφαις, κι' άντρες πολεμιστάδες,
και πιάνω και μωρά παιδιά μαζί με τσοι μαννάδες."
216
ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΘΙΩΤΗ
Όμορφο νιον εζύγωνεν ο Χάρος 'ς τη μαδάρα,
μά 'τον ο νιος ογλήγορος κι' ο Χάρος κουρασμένος,
και παίρν' ο νιος το ρίζωμα κι' ο Χάρος την πλαγιάδα.
Πάνω σε πλάκαν έκατσεν ο Χάρος διπλοπόδης,
κ' εσφύριζε κ' εφώναζεν ο Χάρος του στραθιώτη.
"Στραθιώτ', ανίμενε κ' εμέ, που θα σου παραγγείνω.
-Χάροντα, κ' είντα μου βαστάς κ' εγώ να σ' ανιμένω;
-Βαστώ σου ντάργα και σπαθί και κόκκινο λουρίσκο,
βαστώ και τση γυναίκας σου ολόμαυρα να βάλη."
217
ΤΗΣ ΛΥΓΕΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
Η Ευγενούλα η μοσκονιά κ' η μικροπαντρεμένη
εβγήκε κ' επαινεύτηκε πως Χάρο δε φοβάται,
γιατί ειν' τα σπίτια της ψηλά, κι' ο άντρας της παλληκάρι,
γιατί έχει τους εννιά αδερφούς, τους καστροπολεμίταις,
π' όλα τα κάστρα πολεμούν κ' οι χώραις παραδίνουν.
Κι' ο Χάρος όπου τ' άκουσε, πολύ του βαρυφάνη.
Μαύρο πουλί νεγίνηκε, σαν άγριο χελιδόνι,
εβγήκε κ' εσαϊττεψε τη μοναχή την κόρη
μέσ' 'ς το λιανό το δάχτυλο που χε την αρραβώνα.
Κ' εμπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δε βρίσκουν,
κ' εμπαινοβγαίνει η μάννα της με τα μαλλιά λυμένα.
"Τί έχεις, μαννούλα μου, και κλαις, τι έχεις κι' αναστενάζεις;
-Πεθαίνεις, Ευγενούλα μου, και τι μου παραγγέλνεις;
-Σ' αφήνω, μάννα, το έχε γεια και ντύσε με σα νύφη,
κι' όταν θα σόρθη ο Κωνσταντής να μη μου τον πικράνης,
μόν' στρώσ' του γιόμα να γευτή και δείπνο να δειπνήση,
κι' άπλωσε μεσ' 'ς την τσέπη μου και πάρε το κλειδί μου,
και βγάλ' τον αρραβώνα του και τα χαρίσματα του,
και δώσ ' του τα του Κωσταντή, αλλού ν' αρραβωνίση,
ωσάν κ' εγώ παντρεύομαι, παίρνω το Χάρον άντρα."
Κι' ο Κωσταντής επρόβαλε 'ς τους κάμπους καβαλλάρης,
με δεκαπέντε φλάμπουρα, μ' εννιά ζυγιαίς παιχνίδια,
με τετρακόσιους άρχοντες, πεζούς καβαλλαραίους.
Βλέπει μεγάλη σύναξη, οπού ναι μαζωμένοι.
"Για χαμηλώστε, φλάμπουρα, πάψετε σεις, παιχνίδια,
γιατί σταυρός επρόβαλε απ' το πεθερικό μου,
για πεθερός μου πέθανε, για πεθερά μου χάθη,
για απ' τα γυναικαδέρφια μου κανένα νεσκοτώθη."
Και τάλογό του εβάρεσε 'ς του πεθερού να πάγη.
Αυτού σιμά, αυτού κοντά βαστούσε μοναστήρι.
Βρίσκει τον πρωτομάστορη κ' έκανε το κιβοΰρι.
'"Να ζήσης, πρωτομάστορη τίνος είν' το κιβοΰρι;
-Είναι τανέμου, του καπνού και της ανεμοζάλης.
-Για πέ μου, πρωτομάστορη, καθόλου μη μου κρύψης.
-Ποιος έχει γλώσσα να σ' το πη, στόμα να σου μιλήση.
Τούτ' η φωτιά που σ' άναψε, ποιος θε να σου τη σβήση;
Η Ευγενούλα απέθανε νη πολυαγαπημένη.
-Να ζήσης, πρωτομάστορη, κάμε το πιο μεγάλο.
Νά ναι πλατύ, νά ναι μακρύ, νά ναι για δυο νομάτους."
Βιτσιά βαρεί ταλόγου του, 'ς του πεθερού του πάει.
Βρίσκει παπάδες πόψελναν, μοιρολογίστραις κλαίουν.
"Μεριά σταθήτε, ψάλτηδες, μεριά, μοιρολογίστραις!"
Χρυσό μαντήλι σήκωσε την είδε απεθαμένη.
Σκύφτει, φιλεί γλυκά γλυκά, γλυκά την αγκαλιάζει,
χρυσό μαχαίρι νέβγαλε ναπ' αργυρό φηκάρι,
ψηλά ψηλά το σήκωσε και 'ς την καρδιά το χώνει.
Εκεί που θάψανε το νιο φύτρωσε κυπαρίσσι,
κ' εκεί που θάψανε τη νια εβήκε καλαμιώνα.
Λυγογυρίζει η καλαμιά, σκύφτει το κυπαρίσσι.
Κ' ένα πουλί κελάδαε, 'ς άλλο πουλί ξηγειώνταν.
"Για δες τα τα κακόμοιρα, τα πολυαγαπημένα!
δε φιλήθηκαν ζωντανά, φιλειούνται πεθαμένα."
218
Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;
Κι' ουδ' άνεμος τα πολεμά, κι' ουδέ βροχή τα δέρνει,
μόνε διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντες κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα 'ς τη σέλλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, κ' οι νέοι γονατίζουν,
και τα μικρά παιδόπουλα τα χέρια σταυρωμένα.
"Χάρε μου, διάβ' από χωριό, κάτσε σε κρύα βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό, κ' οι νιοι να λιθαρίσουν,
και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να μαζώξουν.
-Ανεί διαβώ ναπό χωριό, αν από κρύα βρύση,
έρχονται οι μάνναις για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ' αντρόγενα και χωρισμό δεν έχουν."
219
Ποιος έχει πέτρινη καρδιά, θέλω να μη ραΐση,
να ειπώ τραγούδι χλιβερό και παραπονεμένο,
μηδ' από χήραις τ' άκουσα, μηδ' από παντρεμέναις,
του Χάρου η μάννα τό λεγε, τό σουρνε μοιρολόγι.
"Πόχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κι' αδέρφια, ας τα φυλάξουν,
γυναίκες των καλών αντρώ, να κρύψουνε τους άντρες,
γιατί έχω γιο κυνηγητή, γιατί έχω γιο κουρσάρο.
Ούλο τοις νύχταις περπατεϊ και τοις αυγαίς κουρσεύει,
κι' οπόβρη τρεις παίρνει τους δυο, κι' οπόβρη δυο τον ένα,
κι'οπόβρη κ' ένα μοναχό, κείνον τον ξεκληρίζει."
Μα να τον και κατέβαινε 'ς τους κάμπους καβελλάρης.
Μαύρος ήταν, μαύρα φορεί, μαύρο και τάλογό του,
σέρνει στελέττα δίκοπα, σπαθιά ξεγυμνωμένα,
στελέττα τα χει για καρδιαϊς, σπαθιά για τα κεφάλια.
220
ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
[Κατά τας παλαιάς δοξασίας των γερμανικών λαών τα δάκρυα των οικείων ενοχλούν τον νεκρόν εν τω τάφω, διότι ως θρόμβοι αίματος κατασταλάζουν εις τα στήθη του. Τοιαύτη δοξασία είναι άγνωστος εις τον έλληνικόν λαόν. Αλλά εν μοιρολόγιον εκφράζει την ιδέαν ότι από τα πολλά δάκρυα, τα χυνόμενα καθ' εκάστην επϊ του τάφου, ενδεχόμενον να εξαφανισθή ο νεκρός και να γυρίση πίσω. Το δε κατωτέρω μοιρολόγιον, δια πλαστικής διασκευής της ιδέας του εξαφανισμού, σκοπεί να υποδείξη παραστατικώς την ανάγκην του περιορισμού των θρήνων δια της διακοπής αυτών από της δύσεως του ηλίου, όπως οι πενθούντες δύνανται να διέλθουν ατάραχον την νύκτα.]
Παρακαλώ σε, μάννα μου, μια χάρη να μου κάμης,
ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνης μοιρολόγι,
γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.
Κρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι' άκουσα τη φωνοϋλα σου κ' εσπάραξε η καρδιά μου,
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη,
και στάζει η στάλα του κεριού μέσ' 'ς τους αποθαμένους,
καίει των νυφάδων τα χρυσά, του νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο Χάρος με τα με, 'ς τη μαύρη γης με ρήχνει,
το στόμα μ' αίμα γιόμισε, ταχεϊλι μου φαρμάκι.
221
Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
ψες έχασα μια λυγερή, μια ακριβοθυγατέρα,
να μη την είδες πουθενά, να μη την απαντήσες;
-Εψές προχτές την είδηκα 'ς του Χάρου το σαράι.
Ό Χάρος έτρωγε ψωμί, κ' η κόρη τον κερνούσε,
κ' έτρεχαν τα ματάκια της σα μαρμαρένια βρύση,
κ' έτρεμε κ' η καρδούλα της σα μήλο μαραμμένο.
Κι' από το συχνοκέρασμα της πέφτει το ποτήρι,
μάιτε σε πέτρα βάρεσε, μάιτε σε καλντιρίμι,
μέσα 'ς του Χάρου την ποδιά έπεσε κ' ερραΐστη.
Του Χάρου κακοφάνηκε, γυρίζει και της λέει.
"Τι έχεις, κόρη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα,
και τρέχουν και τα μάτια σου σα μαρμαρένια βρύση;
Μη σε πονεί οχ τη μάννα σου, να στείλω ναν τη φέρω;
-Δε με πονεί οχ τη μάννα μου, μη στέλνης νάν τη φέρης.
-Μη σε πονεϊ οχ ταδέρφια σου, να στείλω νάν τα φέρω;
-Δε με πονεϊ οχ ταδέρφια μου, μη στέλνης ναν τα φέρης,
μόν' με πονεϊ οχ το σπίτι μου κι' οχ τον Απάνω κόσμο.
-Α σε πονέ οχ το σπίτι σου, πλια δεν το μεταβλέπεις."
222
Η ΛΥΓΕΡΗ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Καλά τό χουνε τα βουνά, καλόμοιρ' ειν' οι κάμποι,
που Χάρο δεν παντέχουνε, Χάρο δεν καρτερούνε,
το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια.
Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη.
Ο ένας να βγη την άνοιξη, κι' ο άλλος το καλοκαίρι,
κι' ο τρίτος το χινόπωρο, οπού είναι τα σταφύλια.
Μια κόρη τους παρακαλεί, τα χέρια σταυρωμένα.
Γϊα πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνου κόσμου.
-Δεν ημπορούμε, λυγερή, δεν ημπορούμε, κόρη.
Βροντομαχούν τα ρούχα σου κι' αστράφτουν τα μαλλιά σου,
χτυπάει το φελλοκάλιγο και μας ακούει ό Χάρος.
-Μα γω τα ρούχα βγάνω τα και δένω τα μαλλιά μου,
κι' αυτό το φελλοκάλιγο μέσ' 'ς τη φωτιά το ρηχνω.
Πάρτε με, αντρειωμένοι μου, να βγω 'ς τον Πάνω κόσμο,
να πάω να ιδώ τη μάννα μου ως χλίβεται για μένα.
-Κόρη μου, εσένα η μάννα σου 'ς τη ροϋγα κουβεντιάζει.
-Να ιδώ και τον πατέρα μου πως χλίβεται για μένα.
-Κόρη μου, κι' ο πατέρας σου 'ς το καπελειό ειν' και πίνει.
-Να πάω να ιδώ ταδέρφια μου πως χλίβονται για μένα.
-Κόρη μου, εσέν' ταδέρφια σου ριχτούνε το λιθάρι.
-Να ιδώ και τα ξαδέρφια μου πως χλίβονται για μένα.
-Κόρη μου, τα ξαδέρφια σου μέσ' 'ς το χορό χορεύουν."
Κ' η κόρη ναναστέναξε βαθιά 'ς τον Κάτω κόσμο,
κι' ανάψανε τα καπελειά, κ' εκάησαν οι ρούγαις,
εκάη και το λιθόρεμα, πόρριχταν το λιθάρι,
εκάη κ' η δίπλη του χορού, π' εχόρευε η γενιά της.
|
|